- ευορνιθία
- εὐορνιθία, ἡ (Α)καλή προφητεία, καλός οιωνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύορνις, -ιθος + κατάλ. -ια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐορνιθία — εὐορνιθίᾱ , εὐορνιθία good augury fem nom/voc/acc dual εὐορνιθίᾱ , εὐορνιθία good augury fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐορνιθίαν — εὐορνιθίᾱν , εὐορνιθία good augury fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)